- ἀσφαλείῃ
- ἀσφάλειαsecurity against stumblingfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θησαυρίζω — (ΑΜ θησαυρίζω) [θησαυρός] αποταμιεύω, αποθησαυρίζω («ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», Ηρόδ. νεοελλ. καταρτίζω συλλογή («θησαυρίζω τις παροιμίες») νεοελλ. μσν. 1. (αμτβ.) πλουτίζω, σχηματίζω θησαυρό, έχω ή αποκτώ περιουσία 2. (μτβ.) κάνω… … Dictionary of Greek